- ευπρόσδεκτος
- ος , ον , ευπρόσδεκτοςχτος, η , ο1) желанный, приятный;
ευπρόσδεκτος ξένος — желанный гость;
2) приемлемый; желательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευπρόσδεκτος ξένος — желанный гость;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐπρόσδεκτος — acceptable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρόσδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, ον) αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»). επίρρ... ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως) με ευπρόσδεκτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δεκτός (< προσ δέχομαι)] … Dictionary of Greek
ευπρόσδεκτος — η, ο αυτός που γίνεται ευχάριστα δεχτός, αλλ. καλόδεχτος, καλοδεχούμενος: Κάθε ξένος είναι ευπρόσδεκτος στο σπιτικό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπροσδέκτως — εὐπρόσδεκτος acceptable adverbial εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσδεκτον — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem acc sg εὐπρόσδεκτος acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσδέκτοις — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσδέκτου — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσδέκτους — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσδέκτων — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσδέκτῳ — εὐπρόσδεκτος acceptable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπρόσδεκτα — εὐπρόσδεκτος acceptable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)